- δικρανίζω
- και δικρανώ [δικράνι]1. σχίζω το άκρο μιας ράβδου στα δύο, τής δίνω δικρανωτό, διχαλωτό σχήμα2. ενώνω δύο κομμάτια ξύλου τοποθετώντας την προεξοχή τού ενός στην εντομή τού άλλου3. σκαλίζω με δικράνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.